- ευανάκλητος
- εὐανάκλητος, -ον (Α)1. (για ονόματα σκύλων) αυτός που εκφωνείται εύκολα2. αυτός τον οποίο εύκολα κάποιος καθησυχάζει ή επαναφέρει σε ηρεμία3. αυτός που θεραπεύεται εύκολα.επίρρ...εὐανακλήτωςμε ευανάκλητο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά-κλητος (< ανα-καλώ)].
Dictionary of Greek. 2013.